Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας

Η Ιερά Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνας είναι ιστορικό μοναστήρι που βρίσκεται στα βορειοδυτικά παράλια της νήσου Σαλαμίνας στην οποία υπήρχε ένας πολύ παλιός και ημιερειπωμένος χριστιανικός ναός στον οποίο και βρέθηκε εικόνα της Θεοτόκου από τον Λάμπρο Καννέλο, που έκτισε και μόνασε στο μοναστήρι για να αγιοκαταταχθεί από την ορθόδοξη εκκλησία με το όνομα Όσιος Λαυρέντιος. Ανήκει εκκλησιαστικά στην Ιερά Μητρόπολη Μεγάρων και Σαλαμίνος

Ιδρυτής της Μονής είναι ο Λάμπρος Καννέλος, ένας ευσεβής χριστιανός και κάτοικος των Μεγάρων. Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση είδε στον ύπνο του τρεις φορές την Παναγία που τον πρόσταξε να πάει στη Σαλαμίνα, στα ερείπια του ναού, ρίχνοντας το πανωφόρι του στη θάλασσα για να περάσει απέναντι. Εκείνος το έπραξε, Στις 17 Μαΐου του 1640 πήγε στο σημείο και με την βοήθεια των κατοίκων έσκαψε και βρήκε την εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης. Κατά το έτος 1682 αναστήλωσε τον ναό και ίδρυσε στο σημείο μοναστήρι. Ο ίδιος έγινε μοναχός μαζί και η γυναίκα του, μετονομάστηκε σε Λαυρέντιος και αποσύρθηκε στο ασκητήριο του προφήτη Ηλία, νοτιοανατολικά της μονής, εκκλησάκι που σωζόταν ακέραιο ως το 1944 όπου καταστράφηκε από τους Γερμανούς. Ο Λαυρέντιος απεβίωσε την 6η Μαρτίου του 1707 και ετάφη στο μοναστήρι. Η Εκκλησία της Ελλάδος τον ανακήρυξε Όσιο, γιορτάζοντας την μνήμη του στις 7 Μαρτίου . Στον Όσιο Λαυρέντιο αποδίδεται μεγάλος αριθμός θαυμάτων από τους πιστούς.

Το καθολικό της Μονής Φανερωμένης στη συνέχεια διακοσμήθηκε με αγιογραφίες μεταβυζαντινής τέχνης που σώζονται και χρονολογούνται το έτος 1735 με αγιογράφο τον εξ Άργους, Γεώργιο Μάρκου και τους μαθητές του. Η αγιογραφία της Ιεράς Μονής Φανερωμένης περιλαμβάνει περίπου 3.530 μορφές και παραστάσεις. Στην μονή διασώζεται σημαντικός αριθμός παλαιών εγγράφων και ιστορικών κειμηλίων.

Η συνεισφορά στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης

Στην Τουρκοκρατία αλλά και αμέσως με το ξέσπασμα της Επανάστασης η συμβολή της μονής, που τότε βρισκόταν σε πλήρη άνθηση, υπήρξε σημαντικότατη και συνεχής με την κάλυψη υλικών και χρηματικών αναγκών του Αγώνα. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η Μονή Φανερωμένης αποτελούσε καταφύγιο του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, των Μεγάρων και των γύρω περιοχών. Οι μοναχοί φρόντιζαν για τη σίτιση και την περίθαλψη τόσο των αμάχων όσο και των αγωνιστών. Λόγω της ισχυρής της μάλιστα οχύρωσης θεωρήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο, ασφαλές μέρος για τη φύλαξη ιερών σκευών και κειμηλίων των εκκλησιών και μονών καθώς και για τη μεταφορά της βιβλιοθήκης της Αθήνας. Την περίοδο αυτή ηγούμενος υπήρξε ο Γρηγόριος Κανέλλος, τρισέγγονος του ιδρυτή της Μονής, Οσίου Λαυρεντίου, ο οποίος εκτός από την ποιμαντική του δράση αναφέρεται πως πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στη διάρκεια της Επανάστασης. Σύμφωνα με τον κώδικα των Φιλικών, τον οποίο συνέταξε ο Παναγιώτης Σέκερης  μετά το θάνατο του Σκουφά, ο ηγούμενός της, Γρηγόριος υπήρξε εξέχον μέλος της Φιλικής Εταιρίας με δράση στη μύηση νέων μελών αλλά και συμμετοχή στη μάχη του Ακροκορίνθου. Στο μοναστήρι φιλοξενήθηκαν και συνεδρίαζαν αγωνιστές που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της Αττικής, της Αθήνας και του Φαλήρου όπως οι ΜακρυγιάννηςΤζαβέλαςΚριεζώτηςΔ. ΥψηλάντηςΜαυροβουνιώτηςΚαραϊσκάκης και άλλοι. Με τη συγκατάθεση του Γρηγορίου ο Καραϊσκάκης εγκατέστησε στο ηγουμενείο της Μονής το «γενικό αρχηγείο ή μάλλον γενικό φροντιστήριο» Την προσφορά της μονής στα χρόνια της ηγουμενίας του Γρηγορίου αναγνωρίζει και ο Δημήτριος Υψηλάντης, όπως φαίνεται σε τρία μικρά ενυπόγραφα σημειώματά του. Το μοναστήρι παρείχε ψωμί, στάρι, λάδι, κρασί, άλογα, ξυλεία, χρήματα για πολεμοφόδια και συντήρηση στρατιωτών και οτιδήποτε κρινόταν αναγκαίο. Ακόμη, η ανέγερση δημοτικού σχολείου στα Μέγαρα αποδίδεται σε χρηματική χορηγία της μονής. Στους χώρους της μονής, υπό τον ηγούμενο Γρηγόριο, που υπήρξε και ο ίδιος εμπειρικός γιατρός,[8] λειτούργησε θεραπευτήριο-νοσοκομείο από το 1822 έως τις αρχές τουλάχιστον του 1826 όπου πρόσφεραν τις υπηρεσίες δύο σπουδαίοι γιατροί της Αθήνας, ο Ανάργυρος Πετράκης και ο Αθανάσιος Ζωγράφος. Η ίδρυση του υποτυπώδους νοσοκομείου στη μονή σχετίζεται πιθανόν και με τις αποδιδόμενες θεραπευτικές ιδιότητες της τίμιας κάρας του οσίου Λαυρεντίου, διαδεδομένες εκείνη την εποχή στη Σαλαμίνα, τα Μέγαρα αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Αττικής Τη συσχέτιση του μοναστηριού με το θεραπευτήριο, μολονότι το νοσοκομείο του Αγώνα λειτουργούσε πλέον στο Αμπελάκι Σαλαμίνας, τονίζει η λαϊκή Μούσα, δια στόματος Γεωργίου Καραϊσκάκη μετά τον τραυματισμό του στο Φάληρο, στο δημοτικό τραγούδι «Ο θάνατος του Καραΐσκου».

«Εγώ κι αν ελαβώθηκα, συντρόφοι, μη λυπάστε, πάω ταχύ στην Κούλουρη, μεσ’ στη Φανερωμένη,πούν’ οι βασιλικοί γιατροί να γιάνουν την πληγή μου, και να κρεμάσω τ’ άρματα επάνω στ’ Άγιο Βήμα, κι ως τα διαβάσει ο λειτουργός θε να τα βάλω ρθω.»

Ο Κιουταχής κατά την πολιορκία της Ακρόπολης προσπάθησε επανειλημμένως να καταλάβει τη Μονή αλλά χωρίς επιτυχία, όπως παραστατικά εκφράζει πάλι η δημώδης ποίηση. «Χωριά και κάμποι και βουνά κι’ όλα τα μοναστήρια εδιάβηκα, τα πάτησα και τάκαμα όλα στάχτη, μα η Παναγιά της Κούλουρης, το Μέγα Μοναστήρι, οπούχει εξήντα σήμαντρα κι’ εικοσιτρείς καμπάνες,

με δεσποτάδες ιερείς, με ψάλτες ενενήντα, στέκεται καί με πολεμά, δεν’ φίνει να την πάρω. Δεκάξη φόρμους έκανα κι’ εικοσιεννιά γιουρούσια, μα η φωτιά της μ έκαψε καί φεύγω, τήν αφίνω».

Στη διάρκεια της Επανάστασης λειτούργησε στη μονή και ορφανοτροφείο. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, τον Μάιο του 1827, ο Γρηγόριος και οι μοναχοί άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά το μοναστήρι για λόγους ασφάλειας για να επανέλθουν μετά τις αρχές του Σεπτεμβρίου 1828 και να συνεχίσουν, παρά την οικονομική πλέον κατάρρευση της μονής, το θρησκευτικό και εθνικό έργο. Στον αύλειο χώρο της Μονής υπάρχει ο τάφος του οπλαρχηγού Γιάννη Γκούρα.

 Νεότερη ιστορία

Μπροστά και επί της παραλίας στην είσοδο της Μονής βρίσκεται παλαιό οίκημα όπου έμεινε ο Άγγελος Σικελιανός από το 1933 έως 1950, με τον οποίο συναντιόταν ο Βασιλιάς Παύλος κάθε φορά που επισκεπτόταν τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας

 Στην Τουρκοκρατία αλλά και αμέσως με το ξέσπασμα της Επανάστασης η συμβολή της μονής, που τότε βρισκόταν σε πλήρη άνθηση, υπήρξε σημαντικότατη και συνεχής με την κάλυψη υλικών και χρηματικών αναγκών του Αγώνα. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η Μονή Φανερωμένης αποτελούσε καταφύγιο του άμαχου πληθυσμού της Αθήνας, των Μεγάρων και των γύρω περιοχών. Οι μοναχοί φρόντιζαν για τη σίτιση και την περίθαλψη τόσο των αμάχων όσο και των αγωνιστών. Λόγω της ισχυρής της μάλιστα οχύρωσης θεωρήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο, ασφαλές μέρος για τη φύλαξη ιερών σκευών και κειμηλίων των εκκλησιών και μονών καθώς και για τη μεταφορά της βιβλιοθήκης της Αθήνας. Την περίοδο αυτή ηγούμενος υπήρξε ο Γρηγόριος Κανέλλος, τρισέγγονος του ιδρυτή της Μονής, Οσίου Λαυρεντίου, ο οποίος εκτός από την ποιμαντική του δράση αναφέρεται πως πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες στη διάρκεια της Επανάστασης. Σύμφωνα με τον κώδικα των Φιλικών, τον οποίο συνέταξε ο Παναγιώτης Σέκερης  μετά το θάνατο του Σκουφά, ο ηγούμενός της, Γρηγόριος υπήρξε εξέχον μέλος της Φιλικής Εταιρίας με δράση στη μύηση νέων μελών αλλά και συμμετοχή στη μάχη του Ακροκορίνθου. Στο μοναστήρι φιλοξενήθηκαν και συνεδρίαζαν αγωνιστές που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της Αττικής, της Αθήνας και του Φαλήρου όπως οι ΜακρυγιάννηςΤζαβέλαςΚριεζώτηςΔ. ΥψηλάντηςΜαυροβουνιώτηςΚαραϊσκάκης και άλλοι. Με τη συγκατάθεση του Γρηγορίου ο Καραϊσκάκης εγκατέστησε στο ηγουμενείο της Μονής το «γενικό αρχηγείο ή μάλλον γενικό φροντιστήριο». Την προσφορά της μονής στα χρόνια της ηγουμενίας του Γρηγορίου αναγνωρίζει και ο Δημήτριος Υψηλάντης, όπως φαίνεται σε τρία μικρά ενυπόγραφα σημειώματά του. Το μοναστήρι παρείχε ψωμί, στάρι, λάδι, κρασί, άλογα, ξυλεία, χρήματα για πολεμοφόδια και συντήρηση στρατιωτών και οτιδήποτε κρινόταν αναγκαίο. Ακόμη, η ανέγερση δημοτικού σχολείου στα Μέγαρα αποδίδεται σε χρηματική χορηγία της μονής. Στους χώρους της μονής, υπό τον ηγούμενο Γρηγόριο, που υπήρξε και ο ίδιος εμπειρικός γιατρός, λειτούργησε θεραπευτήριο-νοσοκομείο από το 1822 έως τις αρχές τουλάχιστον του 1826 όπου πρόσφεραν τις υπηρεσίες δύο σπουδαίοι γιατροί της Αθήνας, ο Ανάργυρος Πετράκης και ο Αθανάσιος Ζωγράφος. Η ίδρυση του υποτυπώδους νοσοκομείου στη μονή σχετίζεται πιθανόν και με τις αποδιδόμενες θεραπευτικές ιδιότητες της τίμιας κάρας του οσίου Λαυρεντίου, διαδεδομένες εκείνη την εποχή στη Σαλαμίνα, τα Μέγαρα αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Αττικής. Τη συσχέτιση του μοναστηριού με το θεραπευτήριο, μολονότι το νοσοκομείο του Αγώνα λειτουργούσε πλέον στο Αμπελάκι Σαλαμίνας, τονίζει η λαϊκή Μούσα, δια στόματος Γεωργίου Καραϊσκάκη μετά τον τραυματισμό του στο Φάληρο, στο δημοτικό τραγούδι «Ο θάνατος του Καραΐσκου».

«Εγώ κι αν λαβώθηκα, σύντροφοι, μη λυπάστε, πάω ταχύ στην Κούλουρη , μεσ’ στη Φανερωμένη, πουν’ οι βασιλικοί γιατροί να γιάνουν την πληγή μου, και να κρεμάσω τ’ άρματα επάνω στ’ Άγιο Βήμα, κι ως τα διαβάσει ο λειτουργός θε να τα βάλω νάρθω.» Ο Κιουταχής κατά την πολιορκία της Ακρόπολης προσπάθησε επανειλημμένως να καταλάβει τη Μονή αλλά χωρίς επιτυχία, όπως παραστατικά εκφράζει πάλι η δημώδης ποίηση. «Χωριά και κάμποι και βουνά κι’ όλα τα μοναστήρια εδιάβηκα, τα πάτησα και τάκαμα όλα στάχτη, μα η Παναγιά της Κούλουρης, το Μέγα Μοναστήρι, οπούχει εξήντα σήμαντρα κι’ εικοσιτρείς καμπάνες, με δεσποτάδες ιερείς, με ψάλτες ενενήντα, στέκεται καί με πολεμά, δεν’ φίνει να την πάρω. Δεκάξη φόρμους έκανα κι’ εικοσιεννιά γιουρούσια, μα η φωτιά της μ έκαψε καί φεύγω, τήν αφίνω».

Στη διάρκεια της Επανάστασης λειτούργησε στη μονή και ορφανοτροφείο. Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, τον Μάιο του 1827, ο Γρηγόριος και οι μοναχοί άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά το μοναστήρι για λόγους ασφάλειας για να επανέλθουν μετά τις αρχές του Σεπτεμβρίου 1828 και να συνεχίσουν, παρά την οικονομική πλέον κατάρρευση της μονής, το θρησκευτικό και εθνικό έργο. Στον αύλειο χώρο της Μονής υπάρχει ο τάφος του οπλαρχηγού Γιάννη Γκούρα.

Νεότερη ιστορία

Μπροστά και επί της παραλίας στην είσοδο της Μονής βρίσκεται παλαιό οίκημα όπου έμεινε ο Άγγελος Σικελιανός από το 1933 έως 1950, με τον οποίο συναντιόταν ο Βασιλιάς Παύλος κάθε φορά που επισκεπτόταν τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας

Η Μονή παρέμεινε ανδρώα μέχρι τις 27 Ιουλίου του 1944, όπου μετατράπηκε σε γυναικεία, από τον μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβο. Σήμερα σε αυτή εγκαταβιώνουν, εκτός της ηγουμένης, άλλες 17 μοναχές.

Αφήστε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Translate »