Συναινετικό Διαζύγιο ενώπιον συμβολαιογράφου – περιουσία που αποκτήθηκε στη διάρκεια του γάμου

Η διαδικασία για το Συναινετικό Διαζύγιο ενώπιον συμβολαιογράφου

Με το άρθρο 22 του νόμου 4509/2017 οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν τον γάμο τους. Η έγγραφη συμφωνία για τη λύση του γάμου, καθώς και η συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων υποβάλλονται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κάθε συζύγου, μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια σε συμβολαιογράφο, ο οποίος καταρτίζει συμβολαιογραφική πράξη  με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου, επικυρώνει τις συμφωνίες των συζύγων και τις ενσωματώνει σε αυτή

Άρθρο 22
Διατάξεις για το συναινετικό διαζύγιο
1. Το άρθρο 1438 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1438
Ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με συμφωνία μεταξύ των συζύγων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1441.».

2. Το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1441
1. Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν τον γάμο τους. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται μεταξύ των συζύγων με την παρουσία πληρεξούσιου δικηγόρου για καθέναν από αυτούς και υπογράφεται από τους ίδιους και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.

2. Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος πρέπει να ρυθμίζεται η επιμέλειά τους, η επικοινωνία με αυτά και η διατροφή τους, με την ίδια ή με άλλη έγγραφη συμφωνία μεταξύ των συζύγων, που υπογράφεται όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 και ισχύει για δύο (2) έτη τουλάχιστον.

3.α) Η έγγραφη συμφωνία για τη λύση του γάμου, καθώς και η συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων υποβάλλονται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κάθε συζύγου, μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια σε συμβολαιογράφο.

β) Η κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου απέχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες από την έγγραφη συμφωνία των συζύγων, η ημερομηνία της οποίας αποδεικνύεται με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των συζύγων από τη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα καταρτίσει τη συμβολαιογραφική πράξη.

4. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου, επικυρώνει τις συμφωνίες των συζύγων και τις ενσωματώνει σε αυτή. Τη συμβολαιογραφική πράξη υπογράφουν οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνον οι τελευταίοι, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της πράξης. Όταν η βεβαίωση αφορά στην επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανήλικων τέκνων, η πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον έχουν συμπεριληφθεί στη συμφωνία οι ρυθμίσεις των άρθρων 950 και 951 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά τη λήξη ισχύος της επικυρωμένης συμφωνίας, μπορεί να ρυθμίζεται η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων για περαιτέρω χρονικό διάστημα με νέα συμφωνία και με την ίδια διαδικασία.

5. Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρισθεί η σύσταση του γάμου.».

3. Η ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου 5 δεν καταλαμβάνει τις ήδη κατατεθειμένες αιτήσεις στα δικαστήρια, οι οποίες εκδικάζονται κατά τη διαδικασία που ίσχυε κατά τον χρόνο της κατάθεσής τους.

4. Σε περίπτωση θρησκευτικού γάμου, παραγγέλλεται η λύση αυτού από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ύστερα από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον η οποία συνοδεύεται από αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης. Η αίτηση με την παραγγελία συνυποβάλλονται στην Ιερά Μητρόπολη στην οποία ανήκει ο ιερός ναός όπου τελέστηκε ο γάμος. Η πνευματική λύση του γάμου είναι υποχρεωτική.

Η περιουσία που αποκτήθηκε στη διάρκεια του γάμου

Άρθρο 27
Τροποποίηση του άρθρου 358 του Ποινικού Κώδικα
Το άρθρο 358 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 358
Παραβίαση της υποχρέωσης για διατροφή και της συμφωνίας για επικοινωνία
1. Όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει, έστω και προσωρινά, το δικαστήριο ή προκύπτει από συμφωνία που έχει επικυρώσει ο συμβολαιογράφος κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός (1) έτους.

2. Όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώνεται σε συμφωνία που επικυρώθηκε από συμβολαιογράφο κατά το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα και αφορά την επικοινωνία των ανήλικων τέκνων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.».

Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή

Αριθμός 1295/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2 Πολιτικό Τμήμα

Συμμετοχή στα αποκτήματα.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ: “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή“.

Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, λαμβανόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής από τα αποκτήματα είναι:

1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων,

2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και

3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο (ΑΠ 1912/2009).

O χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν και της αξίας των.

Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. Ο ενάγων αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου με τη δική του συμβολή, την ύπαρξη αυτών κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της λύσεως ή ακυρώσεως ή συμπληρώσεως τριετούς διάστασης, καθώς και την αξία τους κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής.

Η ανυπαρξία αυξήσεως της περιουσίας κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως αποτελεί λόγο απορρίψεως της αγωγής.

Απαιτείται συνεπώς αύξηση της περιουσίας και συμβολή του δικαιούχου και διατήρηση αυτής κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως. Συνακόλουθα τούτων δεν περιλαμβάνονται στην τελική περιουσία στοιχεία που αποκτήθηκαν μεν κατά τη διάρκεια του γάμου, αλλά στη συνέχεια εκποιήθηκαν πριν από τη λύση ή την ακύρωσή του ή τη συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως, εκτός αν το περιουσιακό αντικείμενο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε και ο άλλος σύζυγος έχει εκποιηθεί και στη θέση του έχει υποκατασταθεί κάποιο άλλο, που σώζεται κατά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης, οπότε η σχετική αξίωση του δικαιούχου μετατίθεται σ’ αυτό.

Η εκποίηση αυτή, την οποία μπορεί να αγνοεί ο δικαιούχος σύζυγος, ιδίως στην περίπτωση που αυτή λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη και μέχρι τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής.

Εφόσον με την αγωγή ζητείται η σε χρήμα απόδοση της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου στο μέτρο που αυτή επήλθε με τη συμβολή του δικαιούχου και από τις αποδείξεις προκύψει ότι το περιουσιακό στοιχείο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε ο ενάγων έχει εκποιηθεί και το τίμημα που εισπράχθηκε βρισκόταν στην κατοχή του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, το τίμημα υποκαθίσταται στη θέση του περιουσιακού στοιχείου που εκποιήθηκε και συνυπολογίζεται για την εξεύρεση του χρηματικού ποσού στο οποίο ανέρχεται η συμβολή του δικαιούχου (ΑΠ 1445/2012).

Εξάλλου, η συμβολή του δικαιούχου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.

Τέλος, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, προκειμένου να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.

Τα παραπάνω ισχύουν, όταν η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει ως βάση την πραγματική συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνο οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο δικαιούχος σύζυγος, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης.

Κατά συνέπεια, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του δεν μπόρεσε να αποδείξει με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, τότε η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο προς το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου).

Πλήρες κείμενο της με αριθμό 1295/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου

Απόφαση 1295 / 2017    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1295/2017 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2’ Πολιτικό Τμήμα 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Τ. του Π., πρώην συζύγου Λ. Π., κατοίκου …, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Παπαϊωάννου. 
Του αναιρεσιβλήτου: Λ. Π. του Λ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. 
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6677/2010 μη οριστική, 1555/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4856/2014 του Εφετείου Αθηνών. 
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 9-7-2015 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. 
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωσήφ Τσαλαγανίδης ανέγνωσε την από 8-1-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τέταρτος λόγος και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως. 
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση περί του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο, για την κρίση του ως προς τη νομική βασιμότητα της αγωγής, είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέσθηκε σε λιγότερα. Αντιθέτως, η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ή 14 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ: “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή”. Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, λαμβανόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής από τα αποκτήματα είναι: 1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, 2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο (ΑΠ 1912/2009). O χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν και της αξίας των. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. Ο ενάγων αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου με τη δική του συμβολή, την ύπαρξη αυτών κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της λύσεως ή ακυρώσεως ή συμπληρώσεως τριετούς διάστασης, καθώς και την αξία τους κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής. Η ανυπαρξία αυξήσεως της περιουσίας κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως αποτελεί λόγο απορρίψεως της αγωγής. Απαιτείται συνεπώς αύξηση της περιουσίας και συμβολή του δικαιούχου και διατήρηση αυτής κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως. Συνακόλουθα τούτων δεν περιλαμβάνονται στην τελική περιουσία στοιχεία που αποκτήθηκαν μεν κατά τη διάρκεια του γάμου, αλλά στη συνέχεια εκποιήθηκαν πριν από τη λύση ή την ακύρωσή του ή τη συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως, εκτός αν το περιουσιακό αντικείμενο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε και ο άλλος σύζυγος έχει εκποιηθεί και στη θέση του έχει υποκατασταθεί κάποιο άλλο, που σώζεται κατά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης, οπότε η σχετική αξίωση του δικαιούχου μετατίθεται σ’ αυτό. Η εκποίηση αυτή, την οποία μπορεί να αγνοεί ο δικαιούχος σύζυγος, ιδίως στην περίπτωση που αυτή λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη και μέχρι τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής. Εφόσον με την αγωγή ζητείται η σε χρήμα απόδοση της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου στο μέτρο που αυτή επήλθε με τη συμβολή του δικαιούχου και από τις αποδείξεις προκύψει ότι το περιουσιακό στοιχείο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε ο ενάγων έχει εκποιηθεί και το τίμημα που εισπράχθηκε βρισκόταν στην κατοχή του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, το τίμημα υποκαθίσταται στη θέση του περιουσιακού στοιχείου που εκποιήθηκε και συνυπολογίζεται για την εξεύρεση του χρηματικού ποσού στο οποίο ανέρχεται η συμβολή του δικαιούχου (ΑΠ 1445/2012). Εξάλλου, η συμβολή του δικαιούχου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Τέλος, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, προκειμένου να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Τα παραπάνω ισχύουν, όταν η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει ως βάση την πραγματική συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνο οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο δικαιούχος σύζυγος, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης. Κατά συνέπεια, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του δεν μπόρεσε να αποδείξει με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, τότε η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο προς το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 21-12-2009 αγωγή της η ήδη αναιρεσείουσα επικαλείται ότι στις 26-12-1993 τέλεσε νόμιμο γάμο με τον ήδη αναιρεσίβλητο, με τον οποίο βρίσκονται σε διάσταση από το Νοέμβριο 2000. Ότι κατά το χρόνο τελέσεως του γάμου τους ο αναιρεσίβλητος είχε μηδενική περιουσία και ότι κατά τη διάρκειά του ο τελευταίος απέκτησε τα αναφερόμενα στην αγωγή περιουσιακά στοιχεία, αποτελούμενα από τραπεζικές καταθέσεις, αποδόσεις επωφελών επενδύσεων και μετοχές ανωνύμων εταιρειών και ότι για την απόκτηση τούτων συνέβαλε η ίδια κατά τα 3/4 αφενός μεν με τα εισοδήματά της, ως τραπεζική υπάλληλος σε διευθυντική θέση, αφετέρου δε με την παροχή της προσωπικής της εργασίας για τη φροντίδα της οικογένειας (συζύγου και δύο τέκνων), ώστε ο αναιρεσίβλητος να ασχολείται απερίσπαστος με την επικερδή τοποθέτηση των κεφαλαίων τους, γεγονός που του έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει τα αναφερόμενα περιουσιακά στοιχεία. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά και μετά τον περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό η αναιρεσείουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι ο αναιρεσίβλητος υποχρεούται να της καταβάλει το ποσόν των 1.749.852.076 δρχ. ισόποσο με 5.135.295,80 ευρώ, νομιμοτόκως από την εξώδικη όχλησή της προς αυτόν στις 29-7-2000, αλλιώς από την επίδοση της αγωγής, και να αναγνωρισθεί περαιτέρω ότι οφείλει να της αποδώσει 190 μετοχές της εταιρείας … 90 μετοχές της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΑ …, 30 μετοχές της εταιρείας … και 90 μετοχές της εταιρείας …. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή τυγχάνει αόριστη ως προς τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της αναιρεσείουσας στην επικαλούμενη επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσίβλητου, καθόσον δεν προσδιορίζεται σ’ αυτήν η συμμετοχή της στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, που παρέχονταν στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, τόσο κατά το μέτρο που αυτές επιβάλλονταν από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, όσο και κατά το υπερβάλλον, ούτε δε περαιτέρω προσδιορίζεται στην αγωγή το ύψος των οικογενειακών δαπανών, ώστε με βάση το σύνολο των αναφερόμενων οικογενειακών εισοδημάτων να προσδιορισθεί από την ίδια η υποχρέωση συμβολής καθενός των συζύγων σ’ αυτές, για να αποδειχθεί αν η δική της συμβολή υπερέβαινε την υποχρέωση που είχε από το νόμο για συμμετοχή της στις δαπάνες αυτές, ώστε τα επιπλέον καταβληθέντα να αποτελέσουν τη συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσίβλητου. Με τις προτάσεις της ενώπιον του Αρείου Πάγου η αναιρεσείουσα επιχειρεί να εξειδικεύσει το αιτούμενο ποσοστό ως προς τον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της στην επικαλούμενη επαύξηση της περιουσίας του συζύγου της. Ειδικότερα, αναφέρει ότι τα εισοδήματα από την εργασία της κατά τη διάρκεια του γάμου και μέχρι τη διάσταση των διαδίκων συνιστούσαν το 60,9% του οικογενειακού εισοδήματος, που διατέθηκε στον αναιρεσίβλητο προς χρηματιστηριακή αξιοποίηση, ενώ τα εισοδήματα του τελευταίου που διατέθηκαν για τον αυτό σκοπό περιορίζονταν στο 39,1%, όπως τούτο προέκυπτε με απλές αριθμητικές πράξεις, με βάση τα πλήρη εισοδήματα αμφοτέρων που παρέθετε στο δικόγραφο. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η επικαλούμενη εκ μέρους της παροχή της προσωπικής της εργασίας για τη φροντίδα της οικογένειας (συζύγου και δύο τέκνων), ώστε ο αναιρεσίβλητος να ασχολείται απερίσπαστος με την επικερδή τοποθέτηση των κεφαλαίων τους, υπερέβαινε το επιβαλλόμενο μέτρο κατά ποσοστό 15%, ούτως ώστε μαζί με το ως άνω ποσοστό συμβολής των εισοδημάτων της να δικαιολογείται το εκ μέρους της αιτούμενο ποσοστό στο 75% της αξίας της περιουσίας του συζύγου της. Ωστόσο, οι εξειδικεύσεις αυτές, προερχόντως γίνονται ανεπιτρέπτως ενώπιον του Αρείου Πάγου. Σε κάθε περίπτωση δεν θεραπεύουν την αοριστία της αγωγής, όπως αυτή επισημάνθηκε παραπάνω, ως προς την αποτίμηση των υπηρεσιών της αναιρεσείουσας κατά το μέτρο που υπερέβαινε την υποχρέωση συνεισφοράς της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Επίσης, η αγωγή είναι αόριστη κατά τον πραγματικό υπολογισμό και ως προς τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας στις μετοχές που φέρεται να απέκτησε ο αναιρεσίβλητος, εφόσον, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν αναφέρεται στην αγωγή η αξία αυτών κατά τον κρίσιμο χρόνο της εγέρσεως της αγωγής. Επομένως, το Εφετείο, που, με τις ίδιες αιτιολογίες έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η αγωγή της αναιρεσείουσας, όσον αφορά στον πραγματικό υπολογισμό της συμβολής της στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσίβλητου, είναι αόριστη, δεν αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από όσα απαιτούν οι προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1400 ΑΚ για τη θεμελίωση του ένδικου δικαιώματος της αναιρεσείουσας στα αποκτήματα του αναιρεσίβλητου, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 2095/2009). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 413/1993). Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία” της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, για το λόγο ότι είναι ενδοιαστική, ώστε δεν υφίσταται αναμφίβολο πόρισμα, το δε αιτιολογικό της έχει ανεπάρκεια και ασάφεια αιτιολογιών, καθόσον δεν προκύπτουν τα πραγματικά περιστατικά που ήσαν αναγκαία για να δικαιολογήσουν τη διάταξη ουσιαστικού δικαίου που ήταν εφαρμοστέα. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, αφού παραθέτει τα εισοδήματα των διαδίκων από την εργασία εκάστου κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεως και μέχρι τη διάσταση τούτων, καθώς και την ενασχόληση του αναιρεσίβλητου με χρηματιστηριακές συναλλαγές, δέχθηκε ως κατάληξη του αποδεικτικού του πορίσματος ως προς τον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής της αναιρεσείουσας στην επαύξηση της περιουσίας του πρώην συζύγου της τα ακόλουθα: “Πλην όμως, ανεξάρτητα από το πόσα χρήματα κέρδισε ο εναγόμενος από χρηματιστηριακές συναλλαγές εν γένει, όπου καμία από τις προσκομιζόμενες γνωμοδοτήσεις τεχνικών συμβούλων, ούτε καν η … πραγματογνωμοσύνη απαντά με ακρίβεια, δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων … και της άσκησης της αγωγής ο εναγόμενος είχε στην κατοχή του τα ως άνω χρηματικά ποσά. … Επίσης απεδείχθη ότι οι σύζυγοι διέθεταν κοινούς λογαριασμούς σε διάφορες τράπεζες του εσωτερικού και του εξωτερικού, όπου κατέθεταν τη μισθοδοσία τους ο καθένας και προέβαιναν σε αναλήψεις, χωρίς όμως να προκύπτει για ποιο λόγο γίνονταν το σύνολο των αναλήψεων, ούτε αποδείχθηκε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης και του χρόνου άσκησης της αγωγής, τα χρήματα αυτά υπήρχαν στους ανωτέρω λογαριασμούς. … Κατόπιν των ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η αξία των χρηματιστηριακών επενδύσεων και των καταθέσεων του εναγομένου σώζεται και δεν έχει αναλωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων, ώστε να θεωρηθεί απόκτημα του εναγομένου και να θεμελιωθεί αξίωση της ενάγουσας σ’ αυτό”. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου δεν είναι ενδοιαστικό αλλά σαφές, και συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι σώζεται η αξία των χρηματιστηριακών επενδύσεων και των καταθέσεων του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων, και κατόπιν αυτού έκρινε ότι η ένδικη αγωγή ήταν απορριπτέα. Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο ότι περιέχει ενδοιαστικό πόρισμα ως προς το ύψος των κερδών του αναιρεσίβλητου από τις χρηματιστηριακές του συναλλαγές, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 9 εδ. γ’ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, ιδίως δε η αγωγή, η ανταγωγή, η κύρια παρέμβαση, η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, κάθε ένδικο μέσο, η ανακοπή και η τριτανακοπή,(Ολ. Απ 25/2003) όχι όμως και οποιαδήποτε αίτηση που υποβάλλεται από τους διαδίκους, η μη λήψη υπόψη της οποίας καλύπτεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, και ειδικότερα η κατ’ άρθρο 232 παρ. 1 ΚΠολΔ αίτηση για την παροχή διασαφήσεων περί της υποθέσεως εκ μέρους των διαδίκων, ή για την αποστολή εγγράφων παρά δημοσίας αρχής, ή τέλος για την προσαγωγή εγγράφων κατά τη συζήτηση, αφού οι αιτήσεις αυτές εκτιμώνται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας και η κρίση του δεν ελέγχεται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, από τον Άρειο Πάγο. Επομένως, είναι απαράδεκτος ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προβάλλει αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο το αίτημά της, όπως με διάταξή του υποχρεωθούν, είτε ο αντίδικός της είτε το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, να προσκομίσουν τα οικεία έγγραφα στοιχεία, και ειδικότερα το σύνολο των καρτελών του αποθετηρίου, από τις οποίες να εμφαίνεται η κίνηση των πάσης φύσεως μετοχών του αναιρεσίβλητου μέσω των . χρηματιστηριακών εταιρειών …., Π. & Κ. … Α.Ε. και … ……. Αλλά και αν ήθελε θεωρηθεί ότι, κατ’ ορθή εκτίμηση, η προβαλλόμενη αιτίαση για τη σιωπηρή απόρριψη από το Εφετείο του σχετικού αιτήματός της στηρίζεται στο άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, και πάλι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί είναι ανέλεγκτη η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, να διατάξει ή μη την προσκόμιση των εγγράφων αυτών και, επομένως, η μη λήψη υπόψη σχετικού αιτήματος, δεν συνιστά “πράγμα”, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ’ , δ’ ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 και τυγχάνει εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση, της οποίας ο χρόνος πρώτης συζήτησης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε ορισθεί για την 17-5-2010, “Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνο αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες”. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 ν. 2915/2001, “Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο, κατά τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, οπότε κλείνει ο φάκελος και ορίζεται ο εισηγητής της υπόθεσης ή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου που θα δικάσει, στον οποίο διαβιβάζεται ο φάκελος. Εκπρόθεσμη προσθήκη δεν λαμβάνεται υπόψη. Νέοι ισχυρισμοί με την προσθήκη μπορεί να προταθούν και νέα αποδεικτικά μέσα να προσκομισθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις της παραγράφου 1. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Ο αναιρετικός αυτός λόγος ιδρύεται όταν το δικαστήριο λάβει υπόψη αποδεικτικό μέσο που δεν περιλαμβάνεται στα περιοριστικώς καθοριζόμενα από το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικά μέσα, ή όταν περιλαμβάνεται σ’ αυτά, αλλά δεν επιτρέπεται η χρήση του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με τον από το άρθρο 559 αρ. 11 α’ ΚΠολΔ τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο για το λόγο ότι έλαβε υπόψη μη επιτρεπόμενα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και ειδικότερα τις υπ’ αριθμ. …/13-5-2010 ένορκες βεβαιώσεως μαρτύρων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών και την υπ’ αριθμ. …/13-5-2010 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα ενώπιον της συμβολαιογράφου Κρωπίας Α. Κ., παρά το ότι η λήψη, η επίκληση και η προσαγωγή τούτων έγιναν εκπροθέσμως, και για το λόγο αυτό δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, γεγονός το οποίο και επεσήμανε αυτή τόσο με λόγο εφέσεως όσο και με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του ότι η περί αποκτημάτων αγωγή της αναιρεσείουσας ήταν αβάσιμη, έλαβε υπόψη, πλην των άλλων αποδεικτικών μέσων, “τις με αριθμούς …/13-5-2010 ένορκες βεβαιώσεως, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών με επιμέλεια του εναγομένου, ο οποίος τις προσκομίζει, … την υπ’ αριθμ. …/13-5-2010 ένορκη βεβαίωση που προσκομίζει ο εναγόμενος και δόθηκε επιμελεία του … ενώπιον της συμβολαιογράφου Κρωπίας Α. Κ., οι οποίες λαμβάνονται υπόψη παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του εναγομένου (ενν. της ενάγουσας), καίτοι αυτές προσκομίστηκαν κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μετά την διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης, καθόσον δόθηκαν προς απόκρουση και της πραγματογνωμοσύνης και των λοιπών γνωμοδοτήσεων …”. Είναι γεγονός ότι και οι τρεις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, έστω και αν δόθηκαν προς απόκρουση των γνωμοδοτήσεων, που είχε προσκομίσει η ενάγουσα – αναιρεσείουσα, ήσαν εκπρόθεσμες, και για το λόγο αυτό δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη ως αποδεικτικά μέσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ειδικότερα, η πρώτη συζήτηση της αγωγής είχε ορισθεί και έλαβε χώρα στις 17-5-2010, και κατά συνέπεια η αντίκρουση των ισχυρισμών που περιέχονταν στις γνωμοδοτήσεις θα έπρεπε να είχε γίνει με την προσθήκη των προτάσεων του εναγομένου – αναιρεσίβλητου το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο, δηλαδή μέχρι την 30 Απριλίου 2010, ενώ οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις δόθηκαν στις 13-5-2010, δηλαδή μόλις τέσσερις ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Εξάλλου, είναι προφανές ότι οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις δεν δόθηκαν προς απόκρουση της πραγματογνωμοσύνης, που διενεργήθηκε από τον οικονομολόγο – λογιστή Ι. Μ. εις εκτέλεση της 6677/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εφόσον η σχετική … έκθεση συντάχθηκε πολύ μεταγενέστερα. Ωστόσο, το Εφετείο παραδεκτά έλαβε υπόψη τις ένορκες αυτές βεβαιώσεις, τις οποίες ρητά επικαλέσθηκε με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου και προσκόμισε αναιρεσίβλητος, όπως προκύπτει τούτο από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου του (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) έστω και με την ως άνω εσφαλμένη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την παρούσα κατ’ άρθρο 578 ΚΠολΔ εφόσον, κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι επιτρεπτή στην κατ’ έφεση δίκη η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, ως νέα δε αποδεικτικά μέσα θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτόδικα, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτόδικα αλλά απαραδέκτως όπως π.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση (ΑΠ 186/2017). Κατά συνέπεια ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμος.
Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της αρχής της συζητήσεως (άρθρο 106 ΚΠολΔ), διασφαλίζεται η συμμόρφωση προς τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ, ώστε να λαμβάνονται υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι και μόνον αυτά. Ο λόγος όμως είναι αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολογήσεως εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο, από το άρθρο 559 αρ. 11γ ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα μέμφεται το Εφετείο ότι, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση ότι δεν αποδείχθηκε ότι σώζεται η αξία των . χρηματιστηριακών επενδύσεων και των καταθέσεων του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων, και να απορρίψει συνακόλουθα την αγωγή της ως αβάσιμη, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις τα έγγραφα που επικαλέσθηκε και προσκόμισε αυτή κατά την ενώπιον του Εφετείου συζήτηση, και συγκεκριμένα: 1) την από 26-7-2000 εξώδικη δήλωση αυτής, 2) την από 10-5-2001 αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων εγγυοδοσίας, 3) την 10562/2001 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, 4) την από 11-6-2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συντηρητικής κατασχέσεως, 5) την από 23-6-2004 αίτηση δόσεως βεβαιωτικού όρκου περί των περιουσιακών στοιχείων του τέως συζύγου της, 6) την 166/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χαλανδρίου, 7) την 1341/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 8) τα 1903/2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 9) την από 27-6-2007 βεβαίωση του …, 10) την από 25-9-2007 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία αυτής, 11) την από 12-1-2011 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία του τέως συζύγου της, 12) το από 23-10-2013 πιστοποιητικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου και 13) την από 8-4-2010 αίτηση αυτής κατ’ άρθρο 232 παρ. 1 ΚΠολΔ, και τα οποία, αν τα είχε λάβει υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, θα είχε καταλήξει στην κρίση ότι τα επίδικα αποκτήματα σώζονταν κατά τον κρίσιμο χρόνο της τριετούς συμπλήρωσης της διάστασης των διαδίκων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ’ αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, σε συνδυασμό με τις σκέψεις και το σύνολο των αποδεικτικών αναλύσεων που περιέχει στο αιτιολογικό της, δεν καταλείπεται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός.
Κατ’ ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ως ηττώμενη διάδικος στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του οικείου παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Απορρίπτει την από 9 Ιουλίου 2015 αίτηση της Α. Τ. για αναίρεση της 4856/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο οικείο Δημόσιο Ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 09 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Ιουλίου 2017.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

Αφήστε το σχόλιό σας

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Translate »